Ως ανεύρυσμα ορίζεται η διεύρυνση ενός αγγείου περισσότερο από το 50% της φυσιολογικής διαμέτρου του. Τα ανευρύσματα είναι κυρίως αρτηριακά αφορούν συνηθέστερα στην κοιλιακή ή θωρακική αορτή, τον εγκέφαλο, την κοιλιακή χώρα και τα περιφερικά αγγεία των άνω και κάτω άκρων. Μπορούν να ταξινομηθούν ως αληθή (ανεύρυσμα) και ψευδή (ψευδανεύρυσμα τραυματικής ή φλεγμονώδους αιτιολογίας). Τα ανευρύσματα/ψευδανευρύσματα αποτελούν παθήσεις επικίνδυνες για τη ζωή καθώς μια ενδεχόμενη ρήξη έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή αιμορραγία με υψηλότατα ποσοστά θνησιμότητας. Ο κίνδυνος ρήξης ενός αληθούς ανευρύσματος εξαρτάται από το μέγεθός του αλλά και από και τον ρυθμό αύξησης του μεγέθους του. Αντιθέτως τα ψευδανευρύσματα πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα καθώς λόγω της παθοφυσιολογίας τους ο κίνδυνος ρήξης είναι ανεξάρτητος του μεγέθους τους. Η διάγνωσή τους μπορεί να γίνει με υπερηχοτομογραφία, αξονική (CTA) ή μαγνητική αγγειογραφία (MRA) και με εκλεκτική ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία (DSA) της ανατομικής περιοχής ενδιαφέροντος. Όσον αφορα στην θεραπεία τους η Επεμβατική Ακτινολογία μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να προσφέρει μη χειρουργικές θεραπείες της ανευρυσματικής νόσου με τη χρήση ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών όπως ο διαδερμικός ενδαγγειακός εμβολισμός και η τοποθέτηση ενδαγγειακών μοσχευμάτων.