Η εξέταση πραγματοποιείται σε ασθενείς στις οποίες έχει διαπιστωθεί αλλοίωση στο μαστό, προκειμένου να γίνει ιστολογική διάγνωση αυτής. Γίνεται κυρίως σε ασθενείς με αλλοιώσεις με άτυπα ακτινολογικά χαρακτηριστικά προκειμένου να διαχωριστούν οι καλοήθεις από τις κακοήθεις παθήσεις. Επίσης είναι χρήσιμη σε ασθενείς με εικόνα συμβατή με κακοήθεια, οι οποίες πρόκειται να λάβουν προεγχειρητική χημειοθεραπεία, προκειμένου να αναγνωριστούν οι υποδοχείς που εκφράζει ο όγκος και να λάβουν στοχευμένη χημειοθεραπεία.
Η ασθενής τοποθετείται σε ύπτια θέση με το άνω άκρο της πλευράς που πρόκειται να γίνει η βιοψία σε υπερέκταση . Ο ακτινολόγος σαρώνει υπερηχογραφικά τον μαστό και εντοπίζει την αλλοίωση που πρόκειται να παρακεντηθεί . Στη συνέχεια γίνεται αντισηψία στην περιοχή και τοπική αναισθησία. Κάτω από συνεχή υπερηχογραφική παρακολούθηση, η βελόνα (Core biopsy 16G) προωθείται εντός της βλάβης και αποθηκεύονται εικόνες που αποδεικνύουν τη σωστή θέση αυτής. Έπειτα γίνεται η λήψη του υλικού, τουλάχιστον 3 τεμαχίων (coaxial needle), το οποίο θα αποσταλεί στο παθολογοανατομικό εργαστήριο. Η λήψη μπορεί γίνει από πολλαπλά σημεία της βλάβης για καλύτερα αποτελέσματα. Αφού τελειώσει η εξέταση, ασκείται πίεση με το χέρι στην περιοχή της παρακέντησης, ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες δημιουργίας αιματώματος. Η ανωτέρω διαδικασία διαρκεί συνολικά περίπου 30 λεπτά.
Η ασθενής παραμένει για 1 ώρα στο νοσοκομείο μετά την εξέταση, γίνεται υπερηχογραφικός επανέλεγχος και αποχωρεί.
Τα αποτελέσματα της εξέτασης λαμβάνονται από το παθολογοανατομικό εργαστήριο συνήθως σε λιγότερο από μία εβδομάδα.